- μικτῆς
- μικτόςmixedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίκτης — και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια 1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει 2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ 3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμομίκτης — και αιμομείκτης, ο (Μ αἱμομίκτης) (Ν θηλ. ίκτρια και χτρα) αυτός που συνουσιάζεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + μικτης < μειγνύω] … Dictionary of Greek
αρρενομίκτης — ἀρρενομίκτης, ο (Α) ο αρσενοκοίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + μικτης < μείγνυμι] … Dictionary of Greek
γλωσσομ(ε)ίκτης — ο αυτός που χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία διαφορών εποχών ή στοιχεία διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μικτης < μείγνυμι. Η λ. (στον λόγιο τ. γλωσσομίκται), μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο … Dictionary of Greek
μίξερ — το ηλεκτρική συσκευή για ανάμιξη τροφίμων, αλλ. μίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mixer < mix (< θ. μιξ τού μίγνυμι* / μείγνυμι, πρβλ. μίξη)] … Dictionary of Greek
μείκτης — ο βλ. μίκτης … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
οκταοδικός — ή, ό φρ. «οκταοδική λυχνία» (ραδιοτεχν.) ηλεκτρονική λυχνία κενού με οκτώ ηλεκτρόδια η οποία χρησιμοποιείται ως ταλαντωτής μίκτης στους δέκτες ραδιοφώνου, αλλ. όκτοδος … Dictionary of Greek